επαρκώ

επαρκώ
(ε) (αόρ. επήρκεσα) αμετ.
1) быть достаточным, хватать;

επαρκώ εις τάς ανάγκας της οικογένειάς μου — а) обеспечивать нужды своей семьи; — б) хватать на нужды семьи;

τα εισοδήματα μου δεν επαρκοθν γιά να ζήσω την οικογένεια μου — моих доходов не хватает, чтобы прокормить семью;

2) быть способным, быть в состоянии

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επαρκώ" в других словарях:

  • επαρκώ — βλ. πίν. 76 (κυρίως στον ενεστ., παρατατ. και αόρ. υποτακτ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επαρκώ — (AM ἐπαρκῶ, έω) [αρκώ] είμαι αρκετός, είμαι αρκετά ικανός σε κάτι, αρκώ, φθάνω («τα τρόφιμα δεν επαρκούν») αρχ. 1. αποκρούω, αποτρέπω, αποσοβώ κάτι («οὐδέ τι οἱ τὸ γ ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. ή αιτ. προσ.) βοηθώ, υποστηρίζω… …   Dictionary of Greek

  • επαρκώ — επάρκεσα, αμτβ., είμαι επαρκής, είμαι αρκετός, είμαι όσος χρειάζεται για κάποια ανάγκη, φτάνω: Δε θα επαρκέσουν αυτά τα χρήματα για τις διακοπές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαρκῶ — ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπαρκέω to be strong enough for pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπαρκέω to be strong enough for …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρκώ — (AM ἀρκῶ έω) 1. επαρκώ, είμαι αρκετός, ικανοποιώ 2. αρκούμαι μου είναι αρκετό κάτι, μου φθάνει, το βρίσκω ικανοποιητικό 3. τα αρκούντα αρκετή ποσότητα αρχ. 1. αποκρούω, αποσοβώ 2. προστατεύω, υπερασπίζω 3. βοηθώ 4. κατορθώνω, πραγματοποιώ.… …   Dictionary of Greek

  • εξαρκώ — (AM ἐξαρκώ, έω) 1. (για πράγμ.) είμαι αρκετός, επαρκώ, φτάνω («ὁ βίος μοι δοκεῑ τῷ μήκει τοῡ λόγου οὐκ ἐξαρκεῑν, Πλάτ.) 2. απρόσ. είναι αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῑν... ἡσυχίην ἄγειν», Ηρόδ.) 3. (για πρόσ.) αντέχω σε κάτι, είμαι αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • συνεκποιώ — έω, Α 1. είμαι αρκετός, επαρκώ 2. μέσ. συνεκποιοῡμαι, έομαι είμαι επαρκώς εφοδιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκποιῶ «χορηγώ, επαρκώ»] …   Dictionary of Greek

  • αμηχανώ — ἀμηχανῶ ( έω) (Α) [αμήχανος] 1. είμαι αμήχανος, βρίσκομαι σε αμηχανία, δεν ξέρω τί να κάνω 2. βρίσκομαι σε ένδεια, σε ανάγκη, έχω οικονομικές στενοχώριες, δεν επαρκώ για τις ανάγκες τού βίου 3. φρ. «ἀμηχανῶν βιοτεύω», ζω με στερήσεις …   Dictionary of Greek

  • αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • αντιχράω — ἀντιχράω (Α) αρκώ, επαρκώ …   Dictionary of Greek

  • απαρκώ — ἀπαρκῶ ( έω) (Α) 1. επαρκώ, φθάνω 2. είμαι ικανοποιημένος, συμφωνώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»